«ΔΙΟΠΑΝΕΙΑ 2024» 21-22 ΚΑΙ 23 ΙΟΥΝΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ

diopa 970x250

Ανακάλυψη – ορόσημο 5.000 εξωπλανητών

Ένα σημαντικό ορόσημο ανακοίνωσε το Εργαστήριο Αεριώθησης (JPL) της υπηρεσίας στην Καλιφόρνια. Οι αστρονόμοι μόλις πρόσθεσαν άλλους 65 επιβεβαιωμένους εξωπλανήτες στο Αρχείο Εξωπλανητών της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA), ανεβάζοντας, πλέον, σε 5.000 τον συνολικό αριθμό τους.

Την ίδια ώρα αυξάνεται συνεχώς ο ρυθμός των ανακαλύψεων διαφόρων ειδών πλανητών εκτός του ηλιακού συστήματός μας και ασφαλώς αναμένεται να επιταχυνθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αρχίσει η λειτουργία νέων μεγάλων επίγειων και διαστημικών τηλεσκοπίων. Κυριότερα είναι το νέο James Webb Space Telescope της NASA, που έχει τεθεί ήδη σε τροχιά και αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε φάση δοκιμών, καθώς επίσης τα υπό κατασκευή επίγεια Γιγάντιο Μαγγελανικό Τηλεσκόπιο και Υπερβολικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο (ELT) στη Χιλή.

«Οι 5.000 πλανήτες που έχουν βρεθεί έως τώρα περιλαμβάνουν μικρούς βραχώδεις κόσμους όπως η Γη, αέριους γίγαντες μεγαλύτερους από τον Δία και “καυτούς Δίες” σε τρομερά κοντινές τροχιές γύρω από τα άστρα τους. Υπάρχουν, επίσης, “υπέρ-Γαίες”, που είναι πιθανώς βραχώδεις κόσμοι μεγαλύτεροι από τον δικό μας, μικρότερες εκδοχές του δικού μας Ποσειδώνα και πλανήτες σε τροχιά γύρω από δύο άστρα ταυτόχρονα, αλλά και πλανήτες που επίμονα γυρνάνε γύρω από καταρρεύσαντα απομεινάρια νεκρών άστρων», σύμφωνα με τους επιστήμονες του JPL.

Το Αρχείο Εξωπλανητών της NASA βρίσκεται στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας (Caltech) και για να συμπεριληφθεί ένας πλανήτης σε αυτό, η ύπαρξή του πρέπει προηγουμένως να έχει επιβεβαιωθεί ανεξάρτητα από δύο διαφορετικές επιστημονικές μεθόδους, καθώς επίσης να έχει υπάρξει σχετική δημοσίευση σε αναγνωρισμένο επιστημονικό περιοδικό.

Οι πρώτοι δύο εξωπλανήτες είχαν ανακαλυφθεί το 1992 γύρω από έναν περιστρεφόμενο αστέρα νετρονίων (πάλσαρ), ενώ ο πρώτος πλανήτης γύρω από ένα άστρο σαν τον Ήλιο, ένας καυτός αέριος γίγαντας, είχε βρεθεί το 1995, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Από τους 5.000 επιβεβαιωμένους, οι 4.900 βρίσκονται σε απόσταση έως λίγων χιλιάδων ετών φωτός από τη Γη. Το 35% των 5.000 εξωπλανητών έχουν το μέγεθος του Ποσειδώνα και του Ουρανού (συνήθως παγωμένοι κόσμοι και πιο σπάνια θερμοί), το 31% ανήκουν στην κατηγορία της υπερ-Γης, πιθανώς βραχώδεις κόσμοι με μέγεθος μεταξύ Γης και Ποσειδώνα (τέτοιοι πλανήτες δεν υπάρχουν στο δικό μας ηλιακό σύστημα), το 30% είναι αέριοι γίγαντες με μέγεθος ανάλογο του Δία και του Κρόνου (που μπορεί να είναι πιο καυτοί και από τον Ήλιο), ενώ το 4% είναι μικροί βραχώδεις πλανήτες που έχουν ομοιότητες με τη Γη στο μέγεθος και τη σύστασή τους.

Όπως δήλωσε η επιστημονική υπεύθυνη του Αρχείου Εξωπλανητών, Τζέσι Κρίστιανσεν, «εάν σκεφθεί κανείς ότι απέχουμε 30.000 έτη φωτός από το κέντρο του γαλαξία μας, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί περισσότεροι πλανήτες στον γαλαξία μας που δεν έχουν βρεθεί ακόμη, γύρω στα 100 έως 200 δισεκατομμύρια, ένας αδιανόητος αριθμός».

Οι περισσότεροι εξωπλανήτες (πάνω από 2.700) ανακαλύφθηκαν με το αμερικανικό διαστημικό τηλεσκόπιο «Κέπλερ», που λειτούργησε μεταξύ 2009 και 2018. Από τα επίγεια τηλεσκόπια «κυνηγούς» εξωπλανητών, αξιοσημείωτη είναι η επίδοση του οργάνου HARPS του Ευρωπαϊκού Νοτίου Παρατηρητηρίου (ESO) στη Χιλή, που έχει βρει περισσότερους από 150 πλανήτες.

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...

Νέα ανακάλυψη του Curiosity στον Άρη – Δείγματα από την αρχαιότητα του πλανήτη

Το ρόβερ Curiosity της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA) ανίχνευσε την υπογραφή άφθονου «ελαφρού» άνθρακα στον Αρη για τον οποίο υπάρχουν τρεις πιθανές εξηγήσεις: να προέρχεται από χημικές αντιδράσεις στην ατμόσφαιρα λόγω της υπεριώδους ακτινοβολίας, να δημιουργήθηκε από περαστικό νέφος κοσμικής σκόνης ή να έχει «ντόπια» βιολογική προέλευση, έχοντας παραχθεί στο παρελθόν από μορφές μικροβιακής ζωής, όπως συμβαίνει και στη Γη.ο ρόβερ τριγυρνάει στον γειτονικό πλανήτη από το 2012, παίρνοντας κατά καιρούς δείγματα από την επιφάνεια του και κάνοντας αναλύσεις επιτόπου με το φορητό χημικό εργαστήριο του. Αυτή τη φορά, οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον καθηγητή γεωεπιστημών Κρίστοφερ Χάουζ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το «Science», ανακοίνωσαν ότι το Curiosity ανίχνευσε φασματοσκοπικά ένα σήμα που θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη αρχαίας αρειανής ζωής, χωρίς ασφαλώς να αποκλείονται άλλες πιο «πεζές» εξηγήσεις.

Ο άνθρακας που βρέθηκε παγιδευμένος σε αρειανά πετρώματα, είναι εντυπωσιακά εμπλουτισμένος με ελαφριά ισότοπα άνθρακα. Στη Γη ένα τέτοιο σήμα αποτελεί ισχυρή ένδειξη για αρχαία μικροβιακή ζωή. Δεδομένου όμως ότι πρόκειται για τον Αρη – όπου έχουν διαψευστεί οι κατά καιρούς αρχικές εκτιμήσεις – οι ερευνητές είναι διστακτικοί να πανηγυρίσουν. Έτσι, μελετούν παράλληλα όλες τις εναλλακτικές μη βιολογικές ερμηνείες του φαινομένου, κυρίως την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας στην ατμόσφαιρα του «κόκκινου» πλανήτη και την αστρόσκονη. Πάντως και οι εναλλακτικές αυτές εξηγήσεις είναι εξίσου «εξωτικές» με την πιθανότητα κάποια υπόγεια μικρόβια να παρήγαγαν κάποτε εμπλουτισμένο άνθρακα με τη μορφή αερίου μεθανίου.

Ο άνθρακας υπάρχει σε δύο σταθερές ισοτοπικές μορφές: του «ελαφρού» άνθρακα-12 που αποτελεί τη συντριπτική πλειονότητα του υπάρχοντος άνθρακα, και του βαρύτερου άνθρακα-13. Η ζωή έχει εξελίξει μηχανισμούς στη Γη που ευνοούν τον ελαφρύτερο άνθρακα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα οργανικά μόρια που έχουν βιολογική προέλευση, να περιέχουν άνθρακα-12.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τις μετρήσεις του ρόβερ από 24 διαφορετικά δείγματα πετρωμάτων από τον κρατήρα Γκέιλ, ο οποίος κάποτε περιείχε μια αρχαία λίμνη. Σε έξι από αυτά τα δείγματα η αναλογία του άνθρακα-12 σε σχέση με τον άνθρακα-13 ήταν τόσο μεγάλη (πολύ μεγαλύτερη από ό,τι στη Γη), που ο Χάουζ έκανε λόγο για «δραματικά σήματα». Μια πιθανή εύλογη εξήγηση είναι ότι πριν δισεκατομμύρια χρόνια μικρόβια τρέφονταν με άνθρακα από το μάγμα στο αρειανό υπέδαφος και στη συνέχεια παρήγαγαν αέριο μεθάνιο. Μετά, άλλα επιφανειακά μικρόβια θα τρέφονταν με τη σειρά τους με αυτό το μεθάνιο, εμπλουτίζοντας το περαιτέρω με ελαφρύ άνθρακα, ο οποίος τελικά παγιδεύτηκε στα πετρώματα μετά τον θάνατο των μικροοργανισμών.

Μέχρι στιγμής όμως το ρόβερ δεν έχει δει φυσικά ίχνη αρχαίων μικροβίων, συνεπώς μια τροποποιημένη εκδοχή της παραπάνω θεωρίας είναι ότι μετά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας που ξεκίνησε από μικρόβια βαθιά στο υπέδαφος, το δεύτερο στάδιο στην επιφάνεια του πλανήτη δεν έγινε από άλλα μικρόβια, αλλά από την υπεριώδη ακτινοβολία που μπορεί να διέσπασε το αέριο μεθάνιο μικροβιακής προέλευσης, εμπλουτίζοντας έτσι τον ελαφρύ άνθρακα.

Εναλλακτικά, η υπεριώδης ακτινοβολία θα μπορούσε να έχει κάνει εξ αρχής όλη τη «δουλειά», χωρίς καθόλου βοήθεια από τα μικρόβια. Η ακτινοβολία αυτή, όπως έχουν δείξει πρόσφατα εργαστηριακά πειράματα στη Γη από Ιάπωνες πλανητικούς επιστήμονες του Ινστιτούτου Τεχνολογίας του Τόκιο, μπορεί να αντιδράσει χημικά με το μονοξείδιο του άνθρακα – που αποτελεί το 96% της αρειανής ατμόσφαιρας – και να παράγει άκρως εμπλουτισμένο άνθρακα-12.

Μια άλλη εναλλακτική εξήγηση είναι ότι, στο νεαρό ακόμη ηλιακό σύστημα, ο Αρης πέρασε μέσα από ένα διαστρικό μοριακό νέφος αερίων και σκόνης, κάτι που πιστεύεται ότι συμβαίνει κάθε 100 εκατομμύρια χρόνια. Ο άνθρακας στη διαστρική σκόνη είναι ελαφρύς και, κρίνοντας από τις αναλύσεις μετεωριτών, θα μπορούσε να εξηγεί τα αυξημένα επίπεδα άνθρακα-12 που παρατηρούνται στον Αρη.

Το Curiosity συνεχίζει να επεξεργάζεται τη σημερινή αραιή αρειανή ατμόσφαιρα και έχει ήδη ανιχνεύσει μεθάνιο, αλλά σε συγκεντρώσεις πολύ χαμηλές για να μπορέσει να μετρήσει τα επίπεδα των ισοτόπων του άνθρακα. Προς το παρόν, είναι δύσκολο να πει κανείς πιο από τα παραπάνω σενάρια – ή ίσως κάποιο άλλο – είναι πιο βάσιμο.

Ο Χάουζ δήλωσε, με συγκρατημένη επιφύλαξη, ότι τα νέα ευρήματα ενισχύουν κάπως την πιθανότητα να υπήρχαν κάποτε μικροοργανισμοί στον Αρη χωρίς μάλιστα να αποκλείεται ότι υπάρχουν ακόμη στο υπέδαφος του. Επεσήμανε ότι «και τα τρία σενάρια υποδηλώνουν έναν ασυνήθιστο κύκλο άνθρακα στον Αρη πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε στη Γη σήμερα. Χρειαζόμαστε όμως περισσότερα δεδομένα για να αποφασίσουμε ποιά είναι η σωστή εξήγηση. Θα ήταν ωραία αν το ρόβερ ανίχνευε μια μεγάλη ποσότητα μεθανίου και μετρούσε τα ισότοπα άνθρακα σε αυτήν, αλλά μέχρι στιγμής οι ποσότητες μεθανίου που έχουν ανιχνευθεί, είναι τόσο μικρές που τα ισότοπα δεν είναι δυνατό να μετρηθούν».

in.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Ένας αιώνας ινσουλίνη: Η ανακάλυψη που έδωσε ζωή στα άτομα με διαβήτη

Έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, η διάγνωση με σακχαρώδη διαβήτη, η νόσος που προκαλείται όταν η παραγωγή ινσουλίνης διακόπτεται, είχε δυσοίωνη πρόβλεψη. Επιδείνωση της υγείας ήταν δεδομένη για μεγαλύτερους, αλλά για τους μικρότερους ασθενείς αποτελούσε «θανατική καταδίκη».

Βασική ορμόνη για τη ζωή, η ινσουλίνη ρυθμίζει μεταβολικές διεργασίες, οι οποίες δίνουν στα κύτταρα (μυών, λίπους και ήπατος) πολύτιμη ενέργεια, βοηθώντας τα να απορροφήσουν τη γλυκόζη που βρίσκεται στο αίμα. Οπότε, όταν το πάγκρεας (τα β-κύτταρα συγκεκριμένα) σταματάει να παράγει ινσουλίνη (μερικώς ή πλήρως), η τροφή δεν μεταβολίζεται, και η γλυκόζη (το σάκχαρο) αρχίζει να συσσωρεύεται στο αίμα.

Ο οργανισμός, πιστεύοντας ότι υπάρχει στέρηση τροφής, προσπαθεί να εξισορροπήσει την κατάσταση απελευθερώνοντας άλλες ορμόνες, που αυξάνουν περαιτέρω τη γλυκόζη. Λιπαρά οξέα μετατρέπονται σε κετόνες, που συγκεντρώνονται σε πολύ υψηλά επίπεδα οδηγώντας σε κετοξέωση. Τα κύτταρα δεν λαμβάνουν «τροφή» και αρχίζουν να την αναζητούν αλλού, στους μύες και στις αποθήκες λίπους. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι κόπωση, σοβαρή απώλεια βάρους, τα άτομα με διαβήτη αποστεώνονται, ενώ οι λοιμώξεις είναι συνήθεις.

Πριν την ινσουλίνη, μόνη πεπερασμένη αντιμετώπιση ήταν μια αυστηρή διατροφή. Αλλά και πάλι ένα άτομο του οποίου το πάγκρεας έχει σταματήσει να παράγει ινσουλίνη, είχε κατά κανόνα 3 έως 9 μήνες επιβίωσης. Δυστυχώς, ήταν ένας μαρτυρικός και οδυνηρός θάνατος. Από ένα σημείο και μετά, λόγω της κετοξέωσης, οι πόνοι στους νεφρούς είναι οξύτατοι.

Ξημερώματα 31ης Οκτωβρίου του 1920, ο Frederick Banting είχε μια ιδέα για τη χορήγηση ινσουλίνης σε άτομα με διαβήτη. Αυτή η ιδέα μέσα σε ένα χρόνο θα γίνει πραγματικότητα, αποτελώντας μια από τις σημαντικότερες ιατρικές ανακαλύψεις στην ιστορία.

Ο Banting προσέγγισε τον καθηγητή J.J.R. Macleod του Πανεπιστημίου του Τορόντο, στον Καναδά,, που ως ειδικός στο διαβήτη, είδε κάτι ενδιαφέρον στην ιδέα. Το Μάιο του 1921, ο Banting και ο βοηθός του Charles Best, φοιτητής βιοχημείας, ξεκίνησαν τα πειράματα υπό την καθοδήγηση του Macleod. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους τα πειράματα τους απέδωσαν και η εξαχθείσα ζωική ινσουλίνη, έδειχνε να μειώνει τα επίπεδα σακχάρου.

Το χειμώνα του 1921 στην ομάδα εντάχθηκε ο καθηγητής βιοχημείας, James B. Collip, για να βελτιώσει την ποιότητα της ινσουλίνης, καθιστώντας την έτοιμη για κλινικές μελέτες. Στις 23 Ιανουαρίου του 1922, ο Leonard Thompson, ένα 14χρονο αγόρι, μόλις 29 κιλών, που βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου, ήταν το πρώτο άτομο με διαβήτη που λαμβάνει ινσουλίνη.

Γιατροί στο νοσοκομείο του Τορόντο, όπου χορηγήθηκε η ινσουλίνη σε διαβητικούς ασθενείς, περιγράφουν απίστευτες εικόνες, με πάσχοντες σε κώμα να ξυπνούν, σαν κάποιος να τους «άρπαξε από την πόρτα του χάρου».

Το 1923 ξεκίνησε η παραγωγή και διάθεση της ορμόνης στη Βόρεια Αμερική, αλλά φθάνει και στην Ευρώπη. Το ζεύγος August και Marie Krogh είναι οι άνθρωποι που μεταφέρουν τη διαδικασία εξαγωγής και καθαρισμού της ινσουλίνης στη Δανία, στο Nordisk Insulinlaboratorium, το οποίο εξελίχθηκε στη φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk. Η μαζική παραγωγή της και διάθεση της ινσουλίνης ξεκινάει και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Το 1923 οι Banting και Macleod βραβεύονται με το Νόμπελ Ιατρικής για την ανακάλυψη τους.

Η ανακάλυψη της ινσουλίνης πυροδότησε μια σειρά καινοτομιών που έχουν σώσει αμέτρητες ζωές εδώ και έναν αιώνα. Σταδιακά η μορφή της ινσουλίνης βελτιώνεται, επιτρέποντας στους ασθενείς να κάνουν λιγότερες ενέσεις, ελέγχοντας καλύτερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους.

Το 1963 η ινσουλίνη γίνεται η πρώτη ορμόνη που συντίθεται χημικά. Στη δεκαετία του 1960 έγινε σαφές ότι υπάρχουν διάφορες μορφές διαβήτη, με το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 να είναι ο συχνότερος.

Ο διαβήτης τύπου 1 εμφανίζεται κυρίως στις νεότερες ηλικίες και συνδέεται με πλήρη διακοπή παραγωγής ινσουλίνης, με τους πάσχοντες να μη μπορούν να ζήσουν χωρίς τη χορήγηση της ορμόνης. Αλλά πλέον οι θεραπευτικές προσεγγίσεις εστιάζουν στα χαρακτηριστικά του κάθε τύπου.

Τη δεκαετία του 1970, οι άνθρωποι με διαβήτη απέκτησαν τη δυνατότητα να ελέγχουν μόνοι τους τα επίπεδα του σακχάρου τους, με φορητούς μετρητές, που χρησιμοποιούν ταινίες μέτρησης.

Το 1980 η ινσουλίνη γίνεται η πρώτη θεραπευτική πρωτεΐνη που δημιουργείται χρησιμοποιώντας τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA. Τη δεκαετία του ’80 οι πρώτες αντλίες ινσουλίνης, που είχαν δημιουργηθεί 2 δεκαετίες νωρίτερα, γίνονται ευρύτερα διαθέσιμες.

Το 1985 η πρώτη πένα ινσουλίνης, που δημιουργείται από τη Novo Nordisk βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ατόμων με διαβήτη, καθιστώντας παρελθόν τις μεγαλύτερες γυάλινες σύριγγες.

Ανάλογα ινσουλίνης, ταχείας δράσης, μεγαλύτερης διάρκειας και προαναμεμιγμένα σκευάσματα, δημιουργούνται το 1996, νεότερης γενιάς δημιουργούνται σχεδόν 4 δεκαετίες μετά. Μιμούνται περισσότερο τον φυσικό τρόπο απελευθέρωσης ινσουλίνης στον οργανισμό.

Το 1999 η πρώτη συσκευή συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης στο αίμα εγκρίνεται από τον FDA, ενώ το 2005 σημαντική εξέλιξη επιτυγχάνεται στις θεραπευτικές επιλογές για το διαβήτη τύπου 2, με την εισαγωγή αγωνιστών του υποδοχέα GLP-1 και αργότερα αναστολείς SGLT-2.

Αυτά τα 100 χρόνια εκατομμύρια άτομα με διαβήτη μπορεί να έρχονται αντιμέτωπα με μια νέα ζωή, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ινσουλίνη, ωστόσο έχουν την ευκαιρία και τα εφόδια να τη ζήσουν πλήρως.

Ένα παιδί που διαγιγνώσκεται με σακχαρώδη διαβήτη σήμερα, ακόμη και αν αυτό γίνει μετά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, μπορεί να συνεχίσει το σχολείο, να παίζει με τους φίλους του και να σχεδιάζει το μέλλον του. Μπορεί να έχει αποκτήσει μια «σύντροφο ζωής», να χρειάζεται να κάνει ινσουλίνη, μετρώντας το σάκχαρο του, ή να φοράει μια αντλία ινσουλίνης και έναν αισθητήρα που καταγράφει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα του, αλλά έχει μέλλον. Αυτό είναι το δώρο μιας μικρής ερευνητικής ομάδας που στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έφερε την επανάσταση στην ιατρική.

Στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη έχουν γίνει άλματα μέσα σε 100 χρόνια, με έναυσμα την ανακάλυψη της ινσουλίνης. Το 2021 θα ήταν η χρονιά της, αν η COVID-19 δεν είχε σαρώσει τον πλανήτη, Πλέον οι θεραπευτικές επιλογές είναι άριστες. αλλά ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό και παρά τις προόδους, διαφορετικά εμπόδια στην πρόσβαση ασθενών στις θεραπείες παραμένουν.

Το μέλλον προμηνύεται αισιόδοξο για τη διαχείριση του διαβήτη, με θεραπείες και καινοτόμες τεχνολογίες να αλλάζουν τη ζωή των ατόμων που διαγιγνώσκονται με κάποιο τύπο της νόσου. Ευθύνη όλων να φθάνουν σε αυτούς που τις έχουν ανάγκη.

Και ποιος ξέρει; Ίσως κάποια ημέρα, σύντομα, μια ακόμη μεγάλη ανακάλυψη να φέρει τη θεραπεία του διαβήτη, κλείνοντας τον χρυσό αιώνα που άνοιξε με την ανακάλυψη της θεραπευτικής μορφής της ορμόνης της ζωής, της ινσουλίνη.

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

ΕΛΛΑΔΑ

ESTIA TV

Links

ΚΑΝΑΛΙ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ