Η Μάχη του Κιλκίς - Λαχανά

Ελληνοβουλγαρική ένοπλη σύγκρουση σε τρεις τομείς, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Η έκβασή της υπέρ των ελληνικών όπλων, άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας και σηματοδότησε την κατάρρευση των βουλγαρικών φιλοδοξιών για την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης. Η μάχη του Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά είναι περισσότερο γνωστή ως Μάχη του Κιλκίς - Λαχανά.

Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Κιλκίς (Κουκούς, όπως το ονόμαζαν) στις 26 Οκτωβρίου 1912, την ημέρα που ο ελληνικός στρατός έμπαινε νικηφόρα στη Θεσσαλονίκη. Σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο των επιχειρήσεών τους στη Μακεδονία και ειδικότερα για την πραγματοποίηση του μεγάλου τους ονείρου, την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Το Κιλκίς κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα ήταν άντρο κομιτατζήδων, ενώ στην πόλη είχαν απομείνει μόνο 30 ελληνικές οικογένειες.

 

Από την ημέρα της κατάληψή του, οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν ένα εκτεταμένο δίκτυο οχυρωματικών έργων και δημιούργησαν μία αμυντική γραμμή που εκτεινόταν από το Καλίνοβο (σήμερα Σουτογιαννέικα Κιλκίς) μέχρι το χωριό Λαχανάς στα βόρεια του σημερινού Νομού Θεσσαλονίκης. Ειδικά τα οχυρωματικά έργα στην περιοχή του Κιλκίς είχαν ανάπτυγμα γύρω στα 10 χιλιόμετρα και βάθος έξι χιλιόμετρα.

Το ελληνικό επιτελείο, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό της 16ης Ιουνίου, αποφάσισε να επικεντρώσει την κύρια επιθετική του ενέργεια στη γραμμή Καλινόβου - Κιλκίς - Λαχανά. Αν κατόρθωνε να εκπορθήσει τη βουλγαρική αμυντική γραμμή, ο δρόμος προς την κοιλάδα του Στρυμώνα και τις Σέρρες ήταν ανοιχτός. Διαφορετικά διακυβευόταν η τύχη της Θεσσαλονίκης και των ελληνικών κατακτήσεων στη Μακεδονία.

Μάχη στο Λαχανά

Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 19ης Ιουνίου 1913, σύμφωνα με το επιτελικό σχέδιο. Η 1η Μεραρχία με διοικητή τον αντιστράτηγο Μανουσογιαννάκη και η 6η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Δελαγραμάτικα ενήργησαν επίθεση στον ορεινό τομέα του Λαχανά, οι Μεραρχίες 2η (διοικητής υποστράτηγος Καλάρης), 3η (διοικητής Υποστράτηγος Δαμιανός), 4η (υποστράτηγος Μοσχόπουλος), 5η (Συνταγματάρχης Γεννάδης) διατέθηκαν για τη βασική επιθετική ενέργεια στο Κιλκίς. Η 10η Μεραρχία υπό τον συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο επιτέθηκε κατά των υψωμάτων του Καλίνοβου. Η ταξιαρχία του Ιππικού υπό τον συνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο συνέδεε τις τέσσερεις μεραρχίες του «κέντρου» με την 10η. Η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων ανερχόταν σε 117.861 άνδρες και 176 κανόνια. Την αμυντική γραμμή των Βουλγάρων υπερασπιζόταν η 2η Στρατιά υπό τον στρατηγό Ιβανώφ, με δύναμη άνω των 40.000 ανδρών.

 

Οι μάχες από την πρώτη στιγμή ήταν πεισματώδεις και πολλές φορές εκ του συστάδην: σώμα με σώμα και εφ’ όπλου λόγχη. Οι ελληνικές απώλειες υπήρξαν μεγάλες. Λόγω του λοφώδους και γυμνού εδάφους της περιοχής, οι Έλληνες στρατιώτες ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στα εχθρικά πυρά. Μετά από σφοδρές, κατά κύματα, επιθέσεις, ο ελληνικός στρατός το βράδυ της 20ης Ιουνίου βρέθηκε σε απόσταση ολίγων εκατοντάδων μέτρων από τις πρώτες οχυρωματικές θέσεις των υπερασπιστών του Κιλκίς.

Οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο ορυγμάτων, τα οποία ήταν ενισχυμένα με πρόχειρα, αλλά καλοφτιαγμένα πυροβολεία. Ήταν βέβαιο ότι μία κατά μέτωπο επίθεση θα στοίχιζε στους επιτιθέμενους σημαντικές απώλειες και θα τους καθήλωνε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό, το επιτελείο διέταξε την 2α Μεραρχία να εκτελέσει πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό, που ήταν απολύτως επιτυχημένος. Μόλις ξημέρωσε η 21η Ιουνίου επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες τρεις μεραρχίες του κεντρικού τομέα. Στις 11 το πρωί οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν σε όλο το μήκος του μετώπου με κατεύθυνση τη Δοϊράνη και τον Στρυμώνα. Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε την 4η και 5η Μεραρχία να τους καταδιώξουν. Το ισοπεδωμένο Κιλκίς ήταν υπό ελληνικό έλεγχο.

Αμέσως σχεδόν ξέσπασε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας για τις εκτεταμένες καταστροφές, που προκλήθηκαν στο Κιλκίς. Η βουλγαρική πλευρά κατηγόρησε τον ελληνικό στρατό ότι πυρπόλησε την πόλη, ενώ το ελληνικό στρατηγείο υποστήριξε ότι την πόλη πυρπόλησαν οι υποχωρούσες βουλγαρικές μονάδες. Ο ανταποκριτής των Τάιμς του Λονδίνου Κρόφορντ Πράις θα γράψει:

 
Το κατεστραμμένο Κιλκίς

Η πόλις του Κιλκίς εκαίετο ήδη όταν είχον εισέλθει εις αυτήν οι Έλληνες, συνεπεία του πυρός του πυροβολικού - γεγονός άξιον ιδιαιτέρας προσοχής, αφού ακολούθως υπεστηρίχθη ότι δήθεν επυρπολήθη υπό του νικηφόρου στρατού.

Στο δεξιό της ελληνικής παρατάξεως, η 1η και η 6η Μεραρχία έδωσαν πείσμονες μάχες για να καταλάβουν τα υψώματα του Λαχανά. Η 1η Μεραρχία είχε πιο εύκολο έργο, καθώς προχώρησε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Αντίθετα, η 6η Μεραρχία αντιμετώπισε ισχυρότερη αντίσταση από τους Βούλγαρους και χρειάστηκε η εφ’ όπλου λόγχη για να καταληφθούν τα στρατηγικής σημασίας υψώματα 605 και 544 το βράδυ της 19ης Ιουνίου. Την επομένη, οι δύο μεραρχίες συνέκλιναν για να αντιμετωπίσουν τον βουλγαρικό στρατό στα χαρακώματα του Λαχανά. Στις 3 το απόγευμα της 21ης Ιουνίου οι δύο μεραρχίες επιτέθηκαν κατά των βουλγαρικών θέσεων και σε μία ώρα τους κατέβαλαν, αφού οι Βούλγαροι έχοντας πληροφορηθεί την κατάρρευση του μετώπου στο Κιλκίς, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βορειοανατολικά. Κύριο μέλημα της ηγεσίας τους ήταν να προλάβουν να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους τις γέφυρες του Στρυμώνα, προτού φθάσουν εκεί οι ελληνικές δυνάμεις.

 

Στον τομέα του Καλίνοβου, η 10η Μεραρχία είχε απέναντί της την 3η Ταξιαρχία της 3ης Μεραρχίας του Βουλγαρικού στρατού, η οποία ήταν οχυρωμένη στα δύσβατα υψώματα της περιοχής. Στις 8 το πρωί της 19ης Ιουνίου επιχείρησε επίθεση εναντίον των εχθρικών θέσεων, αλλά αποκρούστηκε. Την επομένη απόσπασμα της 10ης Μεραρχίας κατέλαβε τη Γευγελή, που είχε εγκαταλειφθεί από τους Βουλγάρους και βρήκε άθικτη τη γέφυρα του Αξιού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρα η ίδια μονάδα κατέλαβε τους Ευζώνους και στη συνέχεια διατάχθηκε να μεταβεί στο Κιλκίς, όπως και η υπόλοιπη μεραρχία. Όμως, η αντίσταση των Βουλγάρων συνεχιζόταν στα υψώματα του Καλίνοβου, μέχρι το απόγευμα της 21ης Ιουνίου, οπότε υποχώρησαν μετά τη διάσπαση του μετώπου στο Κιλκίς.

Μετά την επικράτηση των ελληνικών όπλων, ο Έλληνας επιτελάρχης αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης τηλεγράφησε στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο:

Μετά χαράς αναγγέλλω την κατάληψιν του Κιλκίς, μετά τριήμερον σφοδρόν αγώνα. Ο εχθρός καταδιώκεται κατά πόδας. Ηθικόν στρατού μας έκτακτον.

 

Η ελληνική νίκη ήταν σπουδαία, από κάθε άποψη, αλλά το κόστος σε αίμα βαρύ. Οι νεκροί και οι τραυματίες ανήλθαν σε 8.828 άνδρες. Ιδιαίτερα υψηλές ήταν και οι απώλειες σε αξιωματικούς, καθώς ηγούνταν των μονάδων τους για να εμψυχώσουν τους άνδρες τους, πολλοί από τους οποίους ήταν νεοσύλλεκτοι. Μία άλλη εξήγηση μας δίνει ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης στα απομνημονεύματά του:

Οι Βούλγαροι είχαν ορίσει καλούς σκοπευτές για να χτυπούν ειδικά τους αξιωματικούς που φαίνονταν γιατί γυάλιζαν τα χρυσά γαλόνια στο καπέλο και τις επωμίδες. Ύστερα από αυτό διατάχτηκε όλοι οι βαθμοφόροι να βγάλουν τα διακριτικά τους για να μην γνωρίζονται από μακριά». Οι απώλειες από τη βουλγαρική πλευρά ήταν 6.971 άνδρες νεκροί και τραυματίες, καθώς και 2.500 αιχμάλωτοι.

Η επόμενη πολεμική αναμέτρηση Ελλήνων και Βουλγάρων θα γίνει στις 23 Ιουνίου 1913 στη Δοϊράνη.

Πηγή

Διαβάστε περισσότερα...

Η Μάχη του Λάλα! Από τις πρώτες ΝΙΚΗΦΟΡΕΣ μάχες των Ελλήνων το 1821 στην Πελοπόννησο

Μία από τις πρώτες νικηφόρες μάχες των επαναστατημένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο.

Το Λάλα είναι χωριό της ορεινής Ηλείας στο όρος Φολόη («Λαλαίος» ο κάτοικος του και «Λαλιώτης» ο καταγόμενος από αυτό). Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το κατοικούσαν εξισλαμισμένοι Αλβανοί, οι οποίοι είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της Πελοποννήσου με τη μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη που διέθεταν. Κατά γενική ομολογία ήταν τα «καλύτερα ντουφέκια του Μωριά».

Στην αρχή της Επανάστασης του ’21, οι Λαλαίοι θεωρήθηκαν απειλή για την πορεία του Αγώνα. Γι’ αυτό το λόγο, οι οπλαρχηγοί της Γορτυνίας ίδρυσαν στην ευρύτερη περιοχή στρατόπεδο για να αποτρέψουν τη φυγή τους προς την Τριπολιτσά, την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου, η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο των επαναστατών.

Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικρατούσαν δύο απόψεις όσον αφορά την αντιμετώπιση των Λαλαίων. Οι Επτανήσιοι, οι οποίοι αποτελούσαν την πιο οργανωμένη στρατιωτική δύναμη, ήθελαν να επιτεθούν αμέσως εναντίον τους, ενώ οι ντόπιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία.

Από την πλευρά τους, οι Λαλαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασπάσουν το ελληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορώντας φήμες ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Στις 2 Ιουνίου 1821 ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης τους μετέφερε επιστολή των Επτανησίων αρχηγών Κωνσταντίνου και Ανδρέα Μεταξά, Ευαγγέλη Πανά, Παναγιώτη Στρούζα, Μιχαήλ Κουτουφά και Διονυσίου Σαμπρικού, που τους καλούσαν να καταθέσουν τα όπλα.

Οι Λαλαίοι άρχισαν να κωλυσιεργούν, υποστηρίζοντας ότι την όποια απόφαση θα έπρεπε να πάρουν οι αρχηγοί τους, οι οποίοι απουσίασαν από το χωριό. Τότε οι επαναστάτες αποφάσισαν να δράσουν και να τους επιτεθούν από τρία σημεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Πλαπούτα, τους αδελφούς Μεταξά και τον Γεώργιο Σισίνη.

Από κακό συντονισμό, ο Πλαπούτας επιτέθηκε μόνος του στις 9 Ιουνίου και φυσικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την αντεπίθεση των Λαλαίων. Μέσα στη σύγχυση και τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε, ο Πλαπούτας άφησε την τελευταία του πνοή. 14 ακόμη Έλληνες έχασαν τη ζωή τους (11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι). Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες των Λαλαίων.

Στο στρατόπεδο των Ελλήνων επικράτησε σύγχυση και πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν να το εγκαταλείψουν. Ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε την κατάσταση και έστειλε τον εμπειροπόλεμο Δημήτριο Πλαπούτα, οποίος κατόρθωσε να τους εμψυχώσει. Οι Λαλαίοι αναθάρρησαν και αυτοί, όταν είδαν να καταφθάνουν ενισχύσεις από την Πάτρα στις 11 Ιουνίου. Επικεφαλής 1.000 Τουρκαλβανών ήταν ο Γιουσούφ Πασάς.

Ο Γιουσούφ ήθελε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση και στις 13 Ιουνίου επιτέθηκε με τους άνδρες του στη θέση Πούσι, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες. Βασικός του στόχος, να αποσπάσει πρώτα τα κανόνια που διέθεταν οι Επτανήσιοι και στη συνέχεια να τους πετσοκόψει με την ησυχία του.

Η μάχη δόθηκε σώμα με σώμα και η ανδρεία των Ελλήνων ανάγκασε τις δυνάμεις του Γιουσούφ να υποχωρήσουν και μαζί με τους Λαλαίους την επομένη να πάρουν τον δρόμο για την Πάτρα. Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία και έχασαν 84 άνδρες (60 Πελοποννήσιοι και 24 Επτανήσιοι). Ανάμεσα στους πολλούς τραυματίες ήταν και ο κεφαλλονίτης Ανδρέας Μεταξάς, κατοπινός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Την ίδια μέρα (14 Ιουνίου) οι επαναστάτες εισήλθαν στο έρημο χωριό και το πυρπόλησαν. Συνολικά, γύρω στα χίλια σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες.

Η νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της επιβολής των Λαλαίων στην περιοχή και άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς. Από την Πάτρα, όπου κατέφυγαν, αγωνίσθηκαν κατά της επανάστασης ως το τέλος και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην περιοχή του Πλαταμώνα της Μακεδονίας και αργότερα στη Βάρνα της Βουλγαρίας.

 

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...

Τρόπαιον: Το σύμβολον της νίκης που τοποθετείτο μετά τη μάχη,στο σημείο ακριβώς εκείνο που,ο εχθρός τράπηκε σε φυγή

Το τρόπαιο ήταν σύμβολο νίκης που τοποθετείτο μετά τη μάχη στο σημείο ακριβώς εκείνο που ο εχθρός τράπηκε σε φυγή.

Το τρόπαιο ήταν ένα απλό ραβδί ή παλούκι ή σκελετός, στο οποίο κρεμούσαν εν είδη σκιάχτρου την στολή του εχθρού, την πανοπλία, κράνος, σπαθί και ασπίδα του.

Το ανδρείκελο αυτό παρέμενε για λίγο χρονικό διάστημα στον τόπο του για να ικανοποιηθούν τα αισθήματα των νικητών στρατιωτών και ως προειδοποίηση του εχθρού να μην ξαναγυρίσει.

Το συναντούμε στην τέχνη και την λογοτεχνία από τον 5ο αιώνα π.Χ. Το πρώτο τρόπαιο έστησαν οι Έλληνες μετά την μάχη του Μαραθώνα το 480 π.Χ. Από τότε έγινε έθιμο και αναφέρεται επανειλημμένα στα κείμενα του Πλούταρχου και Παυσανία, ενώ πέρασε στην καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων. Κόσμησε νομίσματα και έγινε σύμβολο υπεροχής.

200 χρόνια αργότερα το συναντούμε στην γλυπτική, σε σφραγιδόλιθους, τερακότες, στις αγγειογραφίες, και γενικά στην τέχνη μέχρι και σε όλη τη Μεγάλη Ελλάδα.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. υιοθετήθηκε και από τους Ρωμαίους και έγινε το κατεξοχήν σύμβολο της Ρωμαϊκής υπεροχής. Γνώρισε την ακμή του για διακόσια χρόνια μεταξύ του 100 π.Χ. και 100 μ.Χ., αλλά σιγά σιγά περιέπεσε σε αφάνεια και λησμονήθηκε πλήρως επί Ιουστινιανού από τον 6ο αιώνα και μετά.

 

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

ΚΑΝΑΛΙ

ESTIA TV

Links

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ