Σαν σήμερα η μεγάλη ΜΑΧΗ στα Δερβενάκια! Η παγίδα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ του Δράμαλη

Στις 26 Ιουλίου 1822 η καταπονημένη στρατιά του Δράμαλη στην προσπάθειά της να υποχωρήσει προς την Κόρινθο επιχείρησε να περάσει από τα κακοτράχαλα στενά των Δερβενακίων. Εκεί έπεσε στην αριστοτεχνική παγίδα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και υπέστη τρομερή καταστροφή.

Τις επόμενες ημέρες η δυσοσμία από τα άταφα πτώματα και τα σμήνη των όρνεων που συγκεντρώθηκαν εκεί για να κορέσουν την πείνα τους συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης.

Επί πολλά χρόνια το πλήθος των οστών τα οποία παρέμεναν στη «χαράδρα του θανάτου» ήταν οι απτές αποδείξεις μιας από τις μεγαλύτερες πανωλεθρίες του τουρκικού στρατού.

Η τρομερή καταστροφή ανάγκασε τον Δράμαλη να εγκαταλείψει την προσπάθεια υποχώρησης και να αποσυρθεί στην Τίρυνθα. Οι νεκροί και οι τραυματίες Τούρκοι ανέρχονταν σε 2500-3000, ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες.

Δείτε από ψηλά στο βίντεο του συνεργάτη μας Drone as, το πεδίο της μάχης στα Δερβενάκια και τον γειτονικό Άγιο Σώστη, εκεί όπου ο Νικηταράς έσπασε τρία σπαθιά:

 

Το πρώτο φως της ημέρας της 27ης Ιουλίου αποκάλυψε το φοβερό αποτέλεσμα της ελληνικής επίθεσης. Η χαράδρα του Αγίου Σώστη είχε καλυφθεί από πλήθος νεκρών και τραυματιών ανάμεσα σε διαμελισμένα άλογα. Παντού ήταν διασκορπισμένα επίχρυσα και επάργυρα όπλα, σημαίες, τύμπανα και παντός είδους πολύτιμα σκεύη. Οι τραυματίες άφηναν σπαρακτικούς στεναγμούς από τους πόνους. Άλλοι ζητούσαν ως έλεος έναν γρήγορο θάνατο και άλλοι ικέτευαν τους επαναστάτες να τους σώσουν.

Τη νύκτα της 27ης προς την 28η Ιουλίου ο καταπτοημένος Δράμαλης πληροφορήθηκε ότι η χαράδρα του Μπερμπατίου ήταν αφρούρητη. Αποφάσισε λοιπόν να κατευθυνθεί προς την οδό του Αγιονορίου και από εκεί διά μέσου της Κλένιας να καταφύγει στην Κόρινθο. Στο Αγιονόρι όμως έπεσε σε ενέδρα του Νικηταρά και του Νικήτα Φλέσσα.

Μετά από μια σύντομη μάχη επαναλήφθηκαν οι σκηνές του Αγίου Σώστη. Οι Τούρκοι, μη υπακούοντας στους αξιωματικούς τους, άρχισαν να τρέχουν για να βγουν το γρηγορότερο από τα στενά κάτω από τα φονικά ελληνικά πυρά. Εκείνη τη νύκτα οι Τούρκοι έχασαν περισσότερους από 600 άνδρες.

Dervenakia MAP

Τις επόμενες ημέρες οι άνδρες του Δράμαλη έφθαναν κατά ομάδες στην Κόρινθο εξαντλημένοι από τις κακουχίες και την πείνα, χωρίς άλογα, χωρίς όπλα και κυρίως χωρίς ηθικό. Η πανωλεθρία στα Δερβενάκια κατέστησε την Πελοπόννησο στα μάτια των Τούρκων μια περιοχή γεμάτη από επικίνδυνα περάσματα, στα οποία ενέδρευαν άγριοι πολεμιστές με υπερφυσικές δυνάμεις.

Η τουρκική στρατιά έχασε, καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας στην Πελοπόννησο, περίπου το ένα πέμπτο της αρχικής δύναμης, σχεδόν όλο το πολεμικό της υλικό και το μεγαλύτερο μέρος των υποζυγίων και των πολεμικών αλόγων.
Οι απώλειες, αν και βαρύτατες, μπορούσαν να αναπληρωθούν με τις κατάλληλες ενέργειες του Χουρσίτ και των πασάδων της Στερεάς Ελλάδας. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να αναπληρώσει το χαμένο θάρρος των Τούρκων στρατιωτών. Η στρατιά έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται ως μάχιμη δύναμη κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι ο τρόμος είχε φωλιάσει στις καρδιές των ανδρών της.

Οι περιπέτειες για τα θλιβερά απομεινάρια της στρατιάς «που θα αιματοκυλούσε την Πελοπόννησο» δεν τελείωσαν.
Ο Κολοκοτρώνης με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων άρχισε να σφίγγει τον κλοιό γύρω από την Κορινθία. Οι απόπειρες των Τούρκων, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, να εξασφαλίσουν επικοινωνία με τα πολιορκημένα φρούρια της Πάτρας και του Ναυπλίου απέτυχαν.

Κατά τη λαϊκή παράδοση στις 26 Οκτωβρίου ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο από τη λύπη του για τη συντριβή του στρατού του. Πιθανώς προσβλήθηκε από τύφο. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου η σημαία των επαναστατών υψώθηκε στο φρούριο του Ναυπλίου.

Οι αντικαταστάτες του Δράμαλη, Ερήπ Αχμέτ πασάς και Ντελή Αχμέτ, θεωρώντας ότι η παραμονή τους στην Κόρινθο δεν είχε νόημα, αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Ο τύφος και η πείνα είχαν αποδεκατίσει τους στρατιώτες τους και δεν υπήρχε καμία ελπίδα ενίσχυσης από τη Στερεά Ελλάδα. Ούτε ο πιο απαισιόδοξος Τούρκος αξιωματούχος δεν θα μπορούσε να προβλέψει ένα τόσο τραγικό αποτέλεσμα για μια εκστρατεία που είχε αρχίσει με βάσιμες ελπίδες για την τελική νίκη.

Η μεγαλύτερη νίκη των Ελλήνων κατά την Επανάσταση οφείλεται στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Εκείνος τις πρώτες ημέρες της γενικής σύγχυσης και του τρόμου από την εισβολή του Δράμαλη οργάνωσε με κεραυνοβόλες ενέργειες στρατό και ενέπνευσε σε αυτόν την πεποίθηση για τη νίκη. Εκείνος διέβλεψε ότι ο εχθρός θα υποχωρούσε προς την Κόρινθο και δεν θα προήλαυνε προς την Τριπολιτσά και φυσικά εκπόνησε το σχέδιο της ενέδρας στα Δερβενάκια.
Αν οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί κατανοούσαν τη διορατικότητά του και έσπευδαν μαζί του στα Δερβενάκια, σήμερα ίσως θα μιλούσαμε για μια από τις πιο ολοκληρωτικές καταστροφές εκστρατευτικού σώματος στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία.

Ο Γέρος του Μοριά έσωσε την Επανάσταση για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν στο Βαλτέτσι). Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και ο Νικηταράς. Ο «Αχιλλέας των νέων Ελλήνων» -σύμφωνα με έγγραφο του αντιπροέδρου του Εκτελεστικού Σώματος, Θάνου Κανακάρη- χάρη στους ελιγμούς, στο προσωπικό σθένος και στη γενναιότητά του μετουσίωσε τη σκέψη του Κολοκοτρώνη σε πράξη.

 

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...

Σαν σήμερα η δεύτερη ΜΑΧΗ του Μαραθώνα! Όταν οι Έλληνες απέκρουσαν τους Οθωμανούς

Πολεμική αναμέτρηση μεταξύ των 3.000 Οθωμανών Τούρκων του Ομέρ Πασά και 600 Ελλήνων υπό τον Γιάννη Γκούρα, στην πεδιάδα του Μαραθώνα, εκεί όπου ο Μιλτιάδης είχε νικήσει τον στρατό των Περσών το 490 π.Χ. Η δεύτερη μάχη του Μαραθώνα έγινε στις 5 Ιουλίου 1824 και έληξε, όπως και η πρώτη, με επικράτηση των ελληνικών όπλων.

Τον Ιούνιο του 1824 ο πασάς της Καρύστου Ομέρ έλαβε εντολή να στραφεί κατά της Αττικής, σε μια εποχή που οι Έλληνες σπαράζονταν από εμφύλιες έριδες. Την ίδια περίοδο (24 Ιουνίου 1824), ο πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γεώργιος Κουντουριώτης, όρισε φρούραρχο της Ακρόπολης τον δυναμικό οπλαρχηγό Γιάννη Γκούρα.

Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου ο Ομέρ Πασάς αποβιβάστηκε στον Ωρωπό με 3.000 άνδρες (εκ των οποίων οι 2.000 γενίτσαροι), πυροβολικό και ιππικό. Αφού λεηλάτησε τη γύρω περιοχή, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Γκούρας συγκρότησε σώμα από 600 άνδρες, με τη συμμετοχή των χιλιάρχων Μαμούρη, Ρούκη και Πρεβεζιάνου και αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς στον Μαραθώνα. Στις 3 Ιουλίου 1824 κατέλαβε τον λοφίσκο (τύμβο) της πεδιάδας του Μαραθώνα με το παλαιό τείχος, απ’ όπου θα διάβαινε αναγκαστικά ο Ομέρ με τον στρατό του.

Οι πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων έγιναν στις 5 Ιουλίου 1824. Πρώτα το πυροβολικό του Ομέρ άρχισε να βάλει κατά των ελληνικών θέσεων και στη συνέχεια ανέλαβαν δράση οι γενίτσαροι με το ιππικό, οι οποίοι αποκρούσθηκαν με σημαντικές απώλειες. Ο αγώνας εξελισσόταν αμφίρροπος και ο Γκούρας προσπαθούσε να ανεβάσει το ηθικό των στρατιωτών του, θυμίζοντάς τους τον άθλο των Αθηναίων κατά τον Περσών στον ίδιο χώρο πριν από 2.000 χρόνια.

Τότε, ως από μηχανής θεός, εμφανίσθηκε στο πεδίο της μάχης ο στρατηγός Διονύσιος Ευμορφόπουλος, προερχόμενος από την Κόρινθο. Είχε μάθει για την απόβαση των Τούρκων στην Αττική και έσπευσε με τους άνδρες του να βοηθήσει. Η απρόσμενη ενίσχυση αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων. Ο Γκούρας «σάλπισε» την αντεπίθεση και με την καθοριστική συνεισφορά των ανδρών του χιλίαρχου Γιάννη Ρούκη αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους και τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, τον αρχηγό των γενιτσάρων Ιμπραήμ, καθώς και πλούσια λάφυρα, όπλα και δύο σημαίες.

Μετά τη μάχη, ο Γκούρας, μιμούμενος το βάρβαρο επινίκιο τουρκικό έθιμο, έκοψε τριάντα κεφάλια από τους Τούρκους πεσόντες και τα απέστειλε στην Αθήνα μαζί με τις δύο πολεμικές σημαίες, εν είδει θριάμβου. Παράλληλα, με επιστολή του προς τους δημογέροντες των Αθηνών χαρακτήρισε τη νίκη του ανώτερη σε ηρωισμό από εκείνη της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821), γιατί «ενίκησαν εκεί όπου ενίκησε πάλαι ποτέ και ο Μιλτιάδης».

Ο Ομέρ Πασάς, μετά την ήττα του, υποχώρησε με τον στρατό του στο Καπανδρίτι, ενώ ο Γκούρας με τον Ευμορφόπουλο επέστρεψαν στην Αθήνα για να ετοιμάσουν την άμυνα της πόλης. Ο Οθωμανός πολέμαρχος θα επιχειρούσε να καταλάβει την Αθήνα για δεύτερη φορά στις αρχές Αυγούστου του 1824.

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...

Σαν σήμερα η Μάχη της Βέτρινας! Οι Βούλγαροι ΕΚΔΙΩΚΟΝΤΑΙ απ’ την περιοχή των Σερρών

Ελληνοβουλγαρική ένοπλη σύγκρουση, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (26 και 27 Ιουνίου 1913). Είναι γνωστή και ως Μάχη του Δεμίρ Χισάρ. Με τη νίκη του ο ελληνικός στρατός ανάγκασε τους Βουλγάρους να εγκαταλείψουν την ευρύτερη περιοχή των Σερρών, με αποτέλεσμα να γίνει δυνατή η απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας.

Η Βέτρινα (σήμερα Νέο Πετρίτσι Σερρών) είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους στις 19 Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βούλγαροι φρόντισαν να την οχυρώσουν αμυντικά για να τη χρησιμοποιήσουν ως προγεφύρωμα, ώστε σε περίπτωση μελλοντικού ελληνοτουρκικού πολέμου να εμποδίσουν την πορεία του ελληνικού στρατού προς τα στενά του Ρούπελ.

 

Ο ελληνικός στρατός μετά τη νικηφόρα μάχη της Δοϊράνης (23 Ιουνίου 1913) ξεχύθηκε στην κοιλάδα του Στρυμώνα, με σκοπό να καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία. Στην επιχείρηση συμμετείχαν δύο Μεραρχίες -η 1η υπό τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Μανουσογιαννάκη και η 6η υπό τον συνταγματάρχη Νικόλαο Δελλαγραμάτικα- με τη συμμετοχή μονάδων της 7ης Μεραρχίας.

Το βράδυ της 25ης Ιουνίου έφθασαν πληροφορίες στο ελληνικό στρατηγείο ότι τη Βέτρινα υπερασπίζονταν 12 τάγματα του βουλγαρικού στρατού, ενώ 10 ακόμη τάγματα του εχθρού βρίσκονταν στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα μπροστά από το Δεμίρ Χισάρ (σήμερα Σιδηρόκαστρο Σερρών). Την επομένη, 26 Ιουνίου, οι ελληνικές δυνάμεις συνέκλιναν στην περιοχή της Βέτρινας, χωρισμένες σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη φάλαγγα ευρισκόμενη πλησίον του χωριού Χατζημπεϋλίκ (σήμερα Βυρώνεια Σερρών) δέχθηκε βουλγαρικά πυρά, τα οποία ως επί το πλείστον ήταν άστοχα. Η δεύτερη φάλαγγα κατόρθωσε να καταλάβει μερικά υψώματα της περιοχής και να προκαλέσει ρήγματα στην άμυνα των Βουλγάρων.

Νωρίς το πρωί της 27ης Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις επανέλαβαν την επίθεση στο μέτωπο της Βετρίνας και γρήγορα κατόρθωσαν να κάμψουν την άμυνα των Βουλγάρων, γύρω στις 9:30 το πρωί. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανατολικά του Στρυμόνα, αφού πρώτα ανατίναξαν το μεσαίο τόξο της γέφυρας. Η 6η Μεραρχία ανέλαβε να τους καταδιώξει. Αφού διήλθε από ένα βατό σημείο του ποταμού, την ίδια ημέρα κατέλαβε και απελευθέρωσε το Σιδηρόκαστρο. Προτού αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, οι Βούλγαροι προέβησαν σε σφαγές κατοίκων της πόλης και πήραν μαζί τους ως ομήρους τον επίσκοπο Πολυανής Φώτιο, τριάντα προκρίτους, καθώς και ιερείς και δασκάλους.

 

Ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που εισήλθε στο Σιδηρόκαστρο ήταν ο μετέπειτα στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων. Ιδού οι πρώτες του εντυπώσεις, όπως τις περιγράφει στα «Απομνημονεύματά» του:

Τα κύματα των πανικοβλήτων εξηκολούθουν παρελαύνοντα τροχάδην και με κραυγάς τρόμου προς δυσμάς. Υπό την σκέψιν ότι δεν δύναταί τις να βασισθή εις τας πληροφορίας ανθρώπων αλλοφρονούντων εκ του τρόμου, έσχισα την αναφοράν και διέταξα τους ιππείς (30 περίπου) να ιππεύσουν. Εξαπέστειλα δύο ελαφράς περιπολίας εμπρός και με την ημιλαρχίαν εν παρατάξει, δια των αγρών εκάλπασα προς τα βορείως της πόλεως υψώματα. Ομάδες τινές προ της θέας του επερχομένου ιππικού ετράπησαν εις φυγήν. Αλλά παρέμειναν επί του υψώματος τρεις τέσσαρες χωρικού ψυχραιμότεροι των άλλων […] Απέστειλα αμέσως δύο εκ των προυχόντων μετά τινών ιππέων όπως σταματήσουν τον φεύγοντα πληθυσμόν, ο οποίος μετά την μεσημβρίαν ήρχισεν επανερχόμενος εις τας οικίας του. Μετά σύντομον εξέτασιν ανεύρον εν των προαυλίω της Σχολής τεράστιον λάκον, ο οποίος περιείχε άνω των 60 πτωμάτων εκ των σφαγέντων την προηγουμένην. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μητροπολίτης Μελενίκου. Εις έτερον τάφον επί αμμώδους εδάφους ήσαν περί τα 30 πτώματα, εν οις και δύο ιερείς της πόλεως. Περί τα 20 ακόμη πτώματα εύρομεν εις μεμονωμένους τάφους και τινά άταφα. Οι κάτοικοι και ιδία τα γυναικόπαιδα με σπαρακτικούς θρήνους παρηκολούθουν την εκταφήν των οικείων των. Μετά την σύνταξιν λεπτομερούς καταλόγου των ανεγνωρισθέντων θυμάτων ανεχώρησα μ.μ προς συνάντησιν της Μεραρχίας βαδιζούσης επί της αμαξιτής οδού προς βορράν εις Μαρτικοστίνοβο.

Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη της Βετρίνας ανήλθαν σε 39 νεκρούς και 209 τραυματίες. Μετά τη μάχη, οι δύο μεραρχίες κινήθηκαν βόρεια, ενώ την κατάληψη των Σερρών, του διοικητικού κέντρου της ευρύτερης περιοχής, ανέλαβε η 7η Μεραρχία του συνταγματάρχη Σωτήλη.

 

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

ΚΑΝΑΛΙ

ESTIA TV

Links

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ