Αφιέρωμα στην ιστορία του πρώτου θεάτρου του κόσμου και του σημαντικότερου γνωστού υπαίθριου θεατρικού χώρου στην αρχαία Αθήνα, το Θέατρο του Διονύσου ή Θέατρο Διονύσου Ελευθερέως

Στη νότια πλευρά της Ακρόπολης, με μοναδική επιτρεπόμενη χρήση σήμερα, την επίσκεψη του αρχαιολογικού χώρου, δύο βήματα από το πολυσύχναστο Ηρώδειο, το Μουσείο της Ακρόπολης και τον Παρθενώνα, βρίσκεται το Θέατρο του Διονύσου ή Θέατρο Διονύσου Ελευθερέως που θεωρείται το πρώτο θέατρο του κόσμου και είναι ο σημαντικότερος γνωστός υπαίθριος θεατρικός χώρος στην αρχαία Αθήνα.

Δεν είναι τυχαίο ότι η λατρεία του Διονύσου υπήρξε η δημοφιλέστερη στην αρχαία Ελλάδα. Θεός των αντιθέσεων, ο Λύσιος, ο Βάκχιος, ο Κισσός, ο Βότρυς, όπως είναι μερικά από τα λατρευτικά του επίθετα, με την πνευματική του παρουσία καταργεί τα σύνορα που υπάρχουν και αποδέχεται τα αντίθετα, τα ενσαρκώνει με αποτέλεσμα να καταργεί τους αυστηρούς διαχωρισμούς σε σχέση με τα υλικά και τα πνευματικά πεδία.  Οδηγεί στην αντίληψη της ζωής ως μιας εκστατικής περιπέτειας και ως ενός μαγικού ταξιδιού αυτογνωσίας και προσφοράς. Φαλλικός θεός της υπέρτατης έξαρσης και της φρίκης, του σπαραγμού, της ωμοφαγίας και της βλάστησης τιμήθηκε στην αρχαιότητα με γιορτές όπως τα Μεγάλα Διονύσια που θεσμοθετήθηκαν από τον τύραννο Πεισίστρατο και τελούνταν τον Μάρτιο, ένα μήνα μετά τα Ανθεστήρια.

Μέρος του ιερού του Διονύσου Ελευθερέως, άμεσα συνδεδεμένο με τους μύθους και τη λατρεία του θεού, το θέατρο του Διονύσου υπήρξε ο βασικός τόπος παράστασης του αττικού δράματος, αφού φιλοξενούσε τα Μεγάλα Διονύσια, τη μεγαλύτερη θεατρική γιορτή της πόλης των Αθηνών. Οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου π.Χ. αι. γράφτηκαν – τουλάχιστον οι περισσότερες – για να εκτελεστούν σε αυτόν τον χώρο. Εδώ πρωτοδιδάχτηκαν τα κορυφαία έργα των μεγάλων κλασικών δραματικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου, τα οποία όχι μόνο παίδευσαν πολύπλευρα το αθηναϊκό κοινό και συνέβαλαν καθοριστικά στο συνεχή επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του Αθηναίου πολίτη ως μέλους του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά έως σήμερα συνιστούν πνευματική παρακαταθήκη για όλη την ανθρωπότητα.

>

 

 

Το γιγαντιαίο αυτό τεχνικό έργο και την έκταση με την ολόλιθη κατασκευή του το θέατρο την απόκτησε μόνο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ. Το γενικό του σχήμα ήταν ακανόνιστο, επηρεασμένο στην ανατολική πλευρά του από το πολύ προγενέστερο Ωδείο του Περικλέους, στο οποίο το θέατρο εφάπτεται, και στη δυτική από την ανάγκη διατήρησης ενός σημαντικού ανηφορικού δρόμου.

 

Η βασική διάρθρωση του θεάτρου αποτελείται από 14 κλίμακες σε ακτινωτή διάταξη που χωρίζουν το κοίλο σε 13 τομείς, τις κερκίδες. Τα καθίσματα της πρώτης σειράς έχουν τη μορφή μαρμάρινων θρόνων και στο κέντρο τους δεσπόζει ο θρόνος του ιερέα του Διονύσου. Δεξιά και αριστερά αυτού του θρόνου και ως τις ακραίες κλίμακες παρατάσσονται 33 σε κάθε πλευρά θρόνοι που ονομάζονται προεδρίες. Οι άλλες σειρές των καθισμάτων (εδωλίων) αποτελούνται από μεγάλους καλολαξευμένους λίθους από την πειραϊκή ακτή. Σήμερα σώζονται σε καλή ή κακή κατάσταση εδώλια ως και την 34η σειρά, ενώ υπολογίζεται ότι υπήρχαν 67 σειρές εδωλίων που έφταναν έως το ύψος του αρχαίου περιπάτου.

 

 

Στους ρωμαϊκούς χρόνους, νέο σκηνικό οικοδόμημα υψώθηκε στη θέση του παλαιού, ενώ η ορχήστρα απέκτησε μορφή πετάλου, στρώθηκε με μαρμάρινες πλάκες και χτίστηκε περιμετρικά ένα κατακόρυφο στηθαίο. Στη νότια πλευρά της ορχήστρας χτίστηκε επίσης ένα μαρμάρινο στηθαίο με μυθολογικές παραστάσεις που ονομάζεται «βήμα του Φαίδρου». Το θέατρο του Διονύσου εγκαταλείφθηκε μετά το τέλος της αρχαιότητας και κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα τα ίχνη του σταδιακά εξαφανίστηκαν κάτω από επιχώσεις που διατηρήθηκαν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.

Το 1862, Έλληνες και Γερμανοί αρχαιολόγοι ξεκίνησαν τις ανασκαφές για την αποκάλυψή του. Τα ίχνη του έρχονταν σταδιακά στο φως, μέχρι που στο τέλος του 19ου αι. το θέατρο αποκαλύφθηκε εντελώς. Πολλά χρόνια αργότερα, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες για τη συντήρηση και τη στερέωση του θεατρικού κτίσματος, με σκοπό να προστατευθούν όσα τμήματά του κινδύνευαν άμεσα. Η ανάγκη προστασίας του οδήγησε το 1984 στη συγκρότηση ειδικής επιστημονικής επιτροπής, αρμόδιας για το μνημείο. Επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και συντηρητές που εργάζονται στο θέατρο προσπαθούν να προσθέσουν χρόνο και ζωή στο μνημείο, στο πλαίσιο των εργασιών που στόχο έχουν την αποκατάσταση, την ανάδειξη και την προστασία του. Λόγω της κατάστασής του όμως το θέατρο δεν χρησιμοποιείται για θεατρικές παραστάσεις ή άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

 

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...

Η Άσπενδος (Μικρά Ασία) και το αρχαίο θέατρο των 7.000 θέσεων

Η Άσπενδος ήταν αρχαία Ελληνική πόλη στη περιοχή της Παμφυλίας στη Μικρά Ασία περίπου 40 χλμ. ανατολικά από τη σημερινή παραθαλάσσια πόλη Αττάλεια της Τουρκίας.

Η Άσπενδος ήταν μεσόγεια αλλά παρόχθια πόλη επί του ποταμού Ευρυμέδοντα που ήταν πλωτός και σε απόσταση περίπου 10 χλμ. από τις εβολές του στη Μεσόγειο. Αποτελούσε αποικία Ελλήνων από το Άργος που φέρεται να την ίδρυσαν περί το 1000 π.Χ.. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. η Άσπενδος αποτελούσε το σημαντικότερο κέντρο εμπορίου στη περιοχή με μεγάλες εξαγωγές γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων.

Το 333 π.Χ. την πόλη κατέλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος και το 190 π.Χ. περιέρχεται στους Ρωμαίους μετά από μεγάλη καταστροφή. Από το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου και στη συνέχεια κατά η Βυζαντινή η Άσπενδος έλαβε μια λατινογενή προσωνυμία καλούμενη “Πριμόπολις” λόγω της εμπορικότητάς της, η οποία όμως άρχισε σιγά σιγά να φθίνει.

Από τα λείψανα της αρχαίας πόλης που βρίσκονται παρακείμενα του σημερινού λόφου Μπαλκίς πάρα τον ποταμό Μπάλκε Σου ή Κιοπρού Σου, (όπως λέγεται σήμερα ο αρχαίος Ευρυμέδοντας ποταμός), ξεχωρίζουν το αρχαίο ελληνορωμαϊκό θέατρο και το ρωμαϊκό υδραγωγείο.

Το αρχαίο θέατρο της Ασπένδου θεωρείται ένα από τα καλλίτερα διατηρημένα αρχαία ελληνικά θέατρα στο κόσμο. Έχει διάμετρο 96 μ. και χωρητικότητα καθισμάτων 7.000 θεατών. Κτίσθηκε από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Ζήνωνα τον Κιτιέα το 155 (μ.Χ.) στην ελληνιστική περίοδο. Το κοίλο ήταν κατασκευασμένο αμφιθεατρικά και έφερε τρία διαζώματα, (το κάτω,το μεσαίο και το άνω με θολωτές καμάρες) ενδιάμεσα των οποίων φέρονταν ανά είκοσι σειρές μαρμάρινων καθισμάτων.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από αρχιτεκτονική άποψη παρουσιάζει η μεγάλη πρόσοψη της σκηνής που το ύψος της έφθανε περίπου τα 14 μ. Ολόκληρο το χώρο της σκηνής φέρεται να σκέπαζε λοξή ξύλινη στέγη που εξασφάλιζε επίσης και ηχομόνωση. Η στέγη αυτή ήταν κρεμαστή σε ιστούς που ήταν περασμένοι σε 58 πακτωμένους προβόλους στο άνω μέρος της σκηνής και που με σχοινιά σύρονταν περιμετρικά από τις θολωτές καμάρες του άνω διαζώματος. Το θέατρο αυτό ήταν δωρεά δύο πλουσίων Ασπενδίων εμπόρων της εποχής.

Κατά την Βυζαντινή περίοδο το θέατρο είχε μεταβληθεί αρχικά σε καραβάν-σεράι (=σταθμό καραβανιών), αργότερα όμως μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Σελτζούκους αποτελούσε Σελτζουκικό ανάκτορο. Μέχρι πρόσφατα στο θέατρο αυτό παρουσιάζονταν διάφορα θερινά καλλιτεχνικά φεστιβάλ, λόγω όμως φθορών που σημειώθηκαν έχουν ανασταλεί παρόμοιες εκδηλώσεις, που συνεχίζονται όμως σε παρακείμενο κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο.

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...

Το θέατρο της Ηφαιστίας στην Λήμνο από τα αρχαιότερα του Ελληνικού κόσμου

Το θέατρο της Ηφαιστίας στην Λήμνο είναι από τα αρχαιότερα του Ελληνικού κόσμου. Με ορχήστρα σε τέλειο και πλήρη κύκλο διαμέτρου σχεδόν 13μ. και εδώλια για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ορθογώνιες πλάκες από πωρόλιθο των λατομείων της Ηφαιστίας, το θέατρο όπως βλέπετε και στις φωτογραφίες είναι απλά καθηλωτικό.

Η κατασκευή του λίθινου θεάτρου της Ηφαιστίας, που κατατάσσεται μεταξύ των αρχαιότερων του ελληνικού κόσμου, τοποθετείται στο τέλος του 5ου ή τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Στην πρωιμότερη φάση του λίθινου θεάτρου ανήκουν η ορχήστρα και το κατώτερο τμήμα του κοίλου με δέκα σειρές εδωλίων.

Στη δεύτερη, νεότερη φάση του λίθινου θεάτρου, το κοίλο μεγάλωσε και έγινε υψηλότερο. Στην πλαγιά του λόφου, πάνω στα λείψανα του αρχαιότερου ξύλινου θεάτρου κτίστηκε το «επιθέατρο». Οι επίσημοι και οι πολίτες κάθονταν στις πρώτες σειρές των εδωλίων του θεάτρου. Για τις σειρές αυτές χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ορθογώνιες πλάκες από πωρόλιθο των λατομείων της Ηφαιστίας. Αντίθετα, τα έδρανα του επιθεάτρου, όπου κάθονταν οι γυναίκες και οι δούλοι, ήταν κτισμένα από φτηνότερα υλικά, μικρές και μεγάλες πλάκες από σχιστόλιθο και ασβεστόλιθο της περιοχής.

Από τον 3ο αιώνα π.Χ. στο θέατρο προστέθηκε το προσκήνιο, που αναπτύχθηκε σε βάρος της ορχήστρας. Κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους το προσκήνιο κατέλαβε το νοτιότερο τμήμα της ορχήστρας, για να διευρυνθεί ο χώρος της σκηνής, αφού το επίκεντρο των δρώμενων είχε μεταφερθεί πλέον από την ορχήστρα στη σκηνή.

 

ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα...
Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS

ΚΑΝΑΛΙ

ESTIA TV

Links

ΕΛΛΑΔΑ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ